κεψές

κεψές
ο
(λ. τουρκ.), τρυπητή χουλιάρα, ξαφριστήρι: Ξαφρίσαμε το κρέας με τον κεψέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεψές — και κεπτσές, ο τρυπητή κουτάλα ξαφρίσματος τού φαγητού, ξαφριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kepce] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”